- γυιαλκής
- γυιαλκής, -ές (Α)με δύναμη στα μέλη τού σώματος («γυιαλκὴς ἥβη, παλαισμοσύνη κ.λπ.»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αλκής < αλκή «δύναμη» (πρβλ. αναλκής, αρισταλκής, ετεραλκής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυιαλκέα — γυιαλκής strong of limb neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γυιαλκής strong of limb masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιαλκέος — γυιαλκής strong of limb masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιαλκέι — γυιαλκέϊ , γυιαλκής strong of limb dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)